ραδιοτηλέγραφος

ραδιοτηλέγραφος
ο радиотелеграф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραδιοτηλέγραφος" в других словарях:

  • ραδιοτηλέγραφος — ο, Ν (τηλεπικοιν.) τηλεγραφική συσκευή η οποία λειτουργεί με ραδιοφωνικά, δηλαδή ηλεκτρομαγνητικά, κύματα και χρησιμοποιεί τον διεθνή κώδικα Μορς ή κάποιον άλλο κώδικα, αλλ. ασύρματος τηλέγραφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλέγραφος — ο ο ασύρματος τηλέγραφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεγραφώ — έω, Ν [ραδιοτηλέγραφος] χρησιμοποιώ ραδιοτηλέγραφο για τη μεταβίβαση σημάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»